νυχτώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυχτώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος νυχτώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
νυχτώνομαι
- με βρίσκει κάπου η νύχτα.
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νυχτώνομαι | νυχτωνόμουν(α) | θα νυχτώνομαι | να νυχτώνομαι | ||
β' ενικ. | νυχτώνεσαι | νυχτωνόσουν(α) | θα νυχτώνεσαι | να νυχτώνεσαι | (νυχτώνου) | |
γ' ενικ. | νυχτώνεται | νυχτωνόταν(ε) | θα νυχτώνεται | να νυχτώνεται | ||
α' πληθ. | νυχτωνόμαστε | νυχτωνόμαστε νυχτωνόμασταν |
θα νυχτωνόμαστε | να νυχτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | νυχτώνεστε | νυχτωνόσαστε νυχτωνόσασταν |
θα νυχτώνεστε | να νυχτώνεστε | (νυχτώνεστε) | |
γ' πληθ. | νυχτώνονται | νυχτώνονταν νυχτωνόντουσαν |
θα νυχτώνονται | να νυχτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νυχτώθηκα | θα νυχτωθώ | να νυχτωθώ | νυχτωθεί | ||
β' ενικ. | νυχτώθηκες | θα νυχτωθείς | να νυχτωθείς | νυχτώσου | ||
γ' ενικ. | νυχτώθηκε | θα νυχτωθεί | να νυχτωθεί | |||
α' πληθ. | νυχτωθήκαμε | θα νυχτωθούμε | να νυχτωθούμε | |||
β' πληθ. | νυχτωθήκατε | θα νυχτωθείτε | να νυχτωθείτε | νυχτωθείτε | ||
γ' πληθ. | νυχτώθηκαν νυχτωθήκαν(ε) |
θα νυχτωθούν(ε) | να νυχτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νυχτωθεί | είχα νυχτωθεί | θα έχω νυχτωθεί | να έχω νυχτωθεί | νυχτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις νυχτωθεί | είχες νυχτωθεί | θα έχεις νυχτωθεί | να έχεις νυχτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει νυχτωθεί | είχε νυχτωθεί | θα έχει νυχτωθεί | να έχει νυχτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νυχτωθεί | είχαμε νυχτωθεί | θα έχουμε νυχτωθεί | να έχουμε νυχτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε νυχτωθεί | είχατε νυχτωθεί | θα έχετε νυχτωθεί | να έχετε νυχτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νυχτωθεί | είχαν νυχτωθεί | θα έχουν νυχτωθεί | να έχουν νυχτωθεί |