νωχέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νωχέλεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νωχέλεια < αρχαία ελληνική νωχελία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /noˈçe.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νω‐χέ‐λει‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νωχέλεια θηλυκό
- η κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που αποφεύγει κάθε πνευματική ή σωματική προσπάθεια λόγω αδιαφορίας ή ανίας
- ό,τι χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κατάσταση ή ιδιότητα
- η βραδύτητα, η οκνηρία στο σώμα και στο νου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νωχέλεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)