νύμφευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νύμφευση | οι | νυμφεύσεις |
γενική | της | νύμφευσης* | των | νυμφεύσεων |
αιτιατική | τη | νύμφευση | τις | νυμφεύσεις |
κλητική | νύμφευση | νυμφεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νυμφεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νύμφευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νύμφευσις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈniɱ.fef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νύμ‐φευ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νύμφευση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη νύμφη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νύμφευση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «νυμφεύομαι (& νύμφευση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)