ξάμπελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξάμπελο | τα | ξάμπελα |
γενική | του | ξάμπελου | των | ξάμπελων |
αιτιατική | το | ξάμπελο | τα | ξάμπελα |
κλητική | ξάμπελο | ξάμπελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξάμπελο ουδέτερο
- το παρατημένο, εγκαταλελειμένο αμπέλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρό πουλί
|