ξέπλεγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέπλεγμα < ξεπλέκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέπλεγμα ουδέτερο
- το ξήλωμα ενός πλεκτού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέπλεγμα
|