ξέφραγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξέφραγος | η | ξέφραγη | το | ξέφραγο |
γενική | του | ξέφραγου | της | ξέφραγης | του | ξέφραγου |
αιτιατική | τον | ξέφραγο | την | ξέφραγη | το | ξέφραγο |
κλητική | ξέφραγε | ξέφραγη | ξέφραγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξέφραγοι | οι | ξέφραγες | τα | ξέφραγα |
γενική | των | ξέφραγων | των | ξέφραγων | των | ξέφραγων |
αιτιατική | τους | ξέφραγους | τις | ξέφραγες | τα | ξέφραγα |
κλητική | ξέφραγοι | ξέφραγες | ξέφραγα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέφραγος μεσαιωνική ελληνική ξέφραγος < ξεφράζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκφράσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
ξέφραγος, -η, -ο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ξέφραγο αμπέλι: ο χώρος όπου ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και να περάσει όμορφα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέφραγος
|