ξαγρύπνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαγρύπνημα < ξαγρυπνώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξαγρύπνημα ουδέτερο
- το να μένει κανείς ξάγρυπνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξαγρύπνημα
|