ξανασπρώξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξανασπρώξιμο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σπρώχνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανασπρώξιμο
|