ξελασκάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.laˈska.ɾo/
Ρήμα[επεξεργασία]
ξελασκάρω
- χαλαρώνω εντελώς
- ξελάσκαρε τη βίδα σε παρακαλώ
- η βίδα έχει ξελασκάρει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελασκάρω
|