ξελασπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.laˈspo.no/
Ρήμα[επεξεργασία]
ξελασπώνω
- καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις λάσπες
- ξελάσπωσε τα παπούτσι σου, πριν μπεις μέσα στο σπίτι
- βγαίνω από περιοχή με λάσπες
- είδα κι έπαθα να ξελασπώσω το αυτοκίνητο από το λάκκο
- (μεταφορικά) βοηθάω κάποιον να βγεί από μια δύσκολη κατάσταση
- τον ξελάσπωσαν οι δικοί του, όταν είχε κάνει την κομπίνα
- (μεταφορικά) βγαίνω από κάποιο αδιέξοδο (οικονομικό κ.λπ.), ξεμπλέκω
- επιτέλους, αποπλήρωσα το δάνειο και ξελάσπωσα!
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελασπώνω
|