ξενιτεμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενιτεμός < ξενιτεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξενιτεμός αρσενικό
- η μακρόχρονη διαμονή σε ξένη χώρα, ως αποτέλεσμα οικονομικής ή άλλης ανάγκης
- Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός! Του γεμιτζή ξενιτεμός… (Αλέξ. Παπαδιαμάντης, "Ο Αμερικάνος"}
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενιτεμός