ξενοκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ξενοκίνητος, -η, -ο
- αυτός που υποκινείται από ξένες, αντεθνικές δυνάμεις
- Εξυπηρετεί συμφέροντα άλλων χωρών, η πρωτοβουλία του είναι ξενοκίνητη'
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενοκίνητος