ξενυχτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενυχτώ < ξενυχτάω < ξε και νύχτα

ξενυχτώ

→ δείτε τη λέξη ξενυχτίζω
Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας ξενυχτώ και ξενυχτάω
Παρατατικός ξενυχτούσα
Μέλλοντας Στ. και Διαρ. θα ξενυχτήσω - θα ξενυχτώ
Αόριστος ξενύχτησα
Παρακείμενος έχω ξενυχτήσει
Υπερσυντέλικος είχα ξενυχτήσει
Μετοχή ξενυχτώντας

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • μοιράζεται πολλούς ρηματικούς τύπους με το ξενυχτίζω, αλλά διαφέρουν στους ομόηχους ως προς το η και αντίστοιχα ι του θέματος, π.χ. έχω ξενυχτήσει (ξενυχτώ) ενώ έχω ξενυχτίσει (ξενυχτίζω)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]