ξενόεσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

ξενόεσσα θηλυκό του επιθέτου ξενόεις

  • αίθουσα γεμάτη ξένους

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]