ξενόφερτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξενόφερτος < ξέν(α) + -ό- + φερτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]ξενόφερτος, -ή -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει έρθει από ξένα, από άλλη χώρα
- για θεσμούς, ήθη, συνήθειες, λέξεις κ.λπ. που έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό και που συνήθως δεν έχουν αφομοιωθεί από τους ντόπιους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξενόφερτος
|