ξεπαρθενεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπαρθενεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεπαρθενεύω και ξεπαρθενίζω < ξε και παρθενεία < ἐξηπαρθενεύω < μεταγενέστερη ή ίσως (ελληνιστική κοινή) ἐκπαρθενεύω < αρχαία ελληνική παρθενία
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεπαρθενεύω
- παίρνω την παρθενιά ενός κοριτσιού, διακορεύω
- (μεταφορικά) παίρνω την παρθενιά αγοριού
- είμαι ο πρώτος που κάνω κάτι εις βάρος κάποιου άλλου
- ξεπαρθένεψαν την Άστον Βίλα
- στερώ την αθωότητα κάποιου, τον βγάζω στη σκληρή ζωή