ξεπεταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπεταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεπετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεπεταγμένος, -η, -ο
- εκείνος ή εκέινη που έχει πρόωρη σωματική ανάπτυξη
- Ήταν μόλις 12 χρονών αλλά ξεπεταγμένη.
- → δείτε τη λέξη ξεπετώ και ξεπετάγομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπεταγμένος
|