ξεροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεροφαγία < μεσαιωνική ελληνική ξεροφαγία < αρχαία ελληνική ξηρός + -φαγία, μορφολογικά αναλύεται σε ξερο- + -φαγία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεροφαγία θηλυκό
- άλλη μορφή του ξηροφαγία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεροφαγία
|