ξεστρατίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεστρατίζω < μεσαιωνική ελληνική < ξε- + στράτα + -ίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεστρατίζω, πρτ.: ξεστράτιζα, στ.μέλλ.: θα ξεστρατίσω, αόρ.: ξεστράτισα, μτχ.π.π.: ξεστρατισμένος
- βγαίνω από το δρόμο μου και ακολουθώ άλλη (συχνά λανθασμένη) πορεία
- (μεταφορικά) παρεκκλίνω από τον αρχικό μου προορισμό, χάνω το στόχο μου
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστρατίζω | ξεστράτιζα | θα ξεστρατίζω | να ξεστρατίζω | ξεστρατίζοντας | |
β' ενικ. | ξεστρατίζεις | ξεστράτιζες | θα ξεστρατίζεις | να ξεστρατίζεις | ξεστράτιζε | |
γ' ενικ. | ξεστρατίζει | ξεστράτιζε | θα ξεστρατίζει | να ξεστρατίζει | ||
α' πληθ. | ξεστρατίζουμε | ξεστρατίζαμε | θα ξεστρατίζουμε | να ξεστρατίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεστρατίζετε | ξεστρατίζατε | θα ξεστρατίζετε | να ξεστρατίζετε | ξεστρατίζετε | |
γ' πληθ. | ξεστρατίζουν(ε) | ξεστράτιζαν ξεστρατίζαν(ε) |
θα ξεστρατίζουν(ε) | να ξεστρατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστράτισα | θα ξεστρατίσω | να ξεστρατίσω | ξεστρατίσει | ||
β' ενικ. | ξεστράτισες | θα ξεστρατίσεις | να ξεστρατίσεις | ξεστράτισε | ||
γ' ενικ. | ξεστράτισε | θα ξεστρατίσει | να ξεστρατίσει | |||
α' πληθ. | ξεστρατίσαμε | θα ξεστρατίσουμε | να ξεστρατίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστρατίσατε | θα ξεστρατίσετε | να ξεστρατίσετε | ξεστρατίστε | ||
γ' πληθ. | ξεστράτισαν ξεστρατίσαν(ε) |
θα ξεστρατίσουν(ε) | να ξεστρατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστρατίσει | είχα ξεστρατίσει | θα έχω ξεστρατίσει | να έχω ξεστρατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστρατίσει | είχες ξεστρατίσει | θα έχεις ξεστρατίσει | να έχεις ξεστρατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστρατίσει | είχε ξεστρατίσει | θα έχει ξεστρατίσει | να έχει ξεστρατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστρατίσει | είχαμε ξεστρατίσει | θα έχουμε ξεστρατίσει | να έχουμε ξεστρατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστρατίσει | είχατε ξεστρατίσει | θα έχετε ξεστρατίσει | να έχετε ξεστρατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστρατίσει | είχαν ξεστρατίσει | θα έχουν ξεστρατίσει | να έχουν ξεστρατίσει |
|