ξεσυνέριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεσυνέριο | τα | ξεσυνέρια |
γενική | του | ξεσυνέριου | των | ξεσυνέριων |
αιτιατική | το | ξεσυνέριο | τα | ξεσυνέρια |
κλητική | ξεσυνέριο | ξεσυνέρια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεσυνέριο < ξεσυνερίζομαι + -ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεσυνέριο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ξεσυνέρισμα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεσυνέριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)