ξεχαρβάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχαρβάλωτος < ξεχαρβαλώνω + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.xaɾˈva.lo.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ξεχαρβάλωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ξεχαρβαλωμένος, που έχει ξεχαρβαλωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ξεχαρβαλώνω και χάρβαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχαρβάλωτος
|