ξυραφίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksi.ɾaˈfi.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
ξυραφίζω (παθητική φωνή: ξυραφίζομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ξυράφι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξυραφίζω | ξυράφιζα | θα ξυραφίζω | να ξυραφίζω | ξυραφίζοντας | |
β' ενικ. | ξυραφίζεις | ξυράφιζες | θα ξυραφίζεις | να ξυραφίζεις | ξυράφιζε | |
γ' ενικ. | ξυραφίζει | ξυράφιζε | θα ξυραφίζει | να ξυραφίζει | ||
α' πληθ. | ξυραφίζουμε | ξυραφίζαμε | θα ξυραφίζουμε | να ξυραφίζουμε | ||
β' πληθ. | ξυραφίζετε | ξυραφίζατε | θα ξυραφίζετε | να ξυραφίζετε | ξυραφίζετε | |
γ' πληθ. | ξυραφίζουν(ε) | ξυράφιζαν ξυραφίζαν(ε) |
θα ξυραφίζουν(ε) | να ξυραφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξυράφισα | θα ξυραφίσω | να ξυραφίσω | ξυραφίσει | ||
β' ενικ. | ξυράφισες | θα ξυραφίσεις | να ξυραφίσεις | ξυράφισε | ||
γ' ενικ. | ξυράφισε | θα ξυραφίσει | να ξυραφίσει | |||
α' πληθ. | ξυραφίσαμε | θα ξυραφίσουμε | να ξυραφίσουμε | |||
β' πληθ. | ξυραφίσατε | θα ξυραφίσετε | να ξυραφίσετε | ξυραφίστε | ||
γ' πληθ. | ξυράφισαν ξυραφίσαν(ε) |
θα ξυραφίσουν(ε) | να ξυραφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξυραφίσει | είχα ξυραφίσει | θα έχω ξυραφίσει | να έχω ξυραφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξυραφίσει | είχες ξυραφίσει | θα έχεις ξυραφίσει | να έχεις ξυραφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξυραφίσει | είχε ξυραφίσει | θα έχει ξυραφίσει | να έχει ξυραφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξυραφίσει | είχαμε ξυραφίσει | θα έχουμε ξυραφίσει | να έχουμε ξυραφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξυραφίσει | είχατε ξυραφίσει | θα έχετε ξυραφίσει | να έχετε ξυραφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξυραφίσει | είχαν ξυραφίσει | θα έχουν ξυραφίσει | να έχουν ξυραφίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυραφίζω
|