ξόμπλιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξόμπλιασμα τα ξομπλιάσματα
      γενική του ξομπλιάσματος των ξομπλιασμάτων
    αιτιατική το ξόμπλιασμα τα ξομπλιάσματα
     κλητική ξόμπλιασμα ξομπλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξόμπλιασμα < μεσαιωνική ελληνική ξομπλίασμα [1] < ξομπλιάζ(ω) + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξόμπλιασμα ουδέτερο

  1. στόλισμα, κεντίδι
  2. (μεταφορικά) κουτσομπολιό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]