οδηγισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οδηγισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδηγισμός αρσενικό
- κίνημα ανάλογο με τον προσκοπισμό που στα αρχικά του στάδια απευθυνόταν κυρίως στα κορίτσια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδηγισμός
|