οδοιπορικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | οδοιπορικά | ||
γενική | των | οδοιπορικών | ||
αιτιατική | τα | οδοιπορικά | ||
κλητική | οδοιπορικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οδοιπορικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οδοιπορικός < (ελληνιστική κοινή) ὁδοιπορικός < αρχαία ελληνική ὁδοιπόρος < ὁδός + πόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδοιπορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα έξοδα μετακίνησης εργαζόμενου όταν μετακινείται μακριά από την έδρα της εταιρείας που δουλεύει
- (ειδικότερα) η αποζημίωση που πληρώνει το δημόσιο στους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι μετακινούνται μακριά από την έδρα τους για να εκτελέσουν κάποια υπηρεσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδοιπορικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οδοιπορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οδοιπορικό