οδοντιατρική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντιατρική οι οδοντιατρικές
      γενική της οδοντιατρικής των οδοντιατρικών
    αιτιατική την οδοντιατρική τις οδοντιατρικές
     κλητική οδοντιατρική οδοντιατρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδοντιατρική < οδοντ- + ιατρική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οδοντιατρική θηλυκό

  • επιστήμη που ασχολείται με την μελέτη και την φροντίδα των δοντιών και την αντιμετώπιση παθήσεών τους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

οδοντιατρική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]