οδοντοτεχνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδοντοτεχνίτης αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που συνεργάζεται με έναν οδοντίατρο και κατασκευάζει τεχνητές οδοντοστοιχίες, γέφυρες κ.λπ.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- οδοντοτέχνης
- οδοντοτεχνία
- οδοντοτεχνική
- οδοντοτεχνικός
- → δείτε τις λέξεις δόντι και τέχνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδοντοτεχνίτης
|