οδόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οδόσημο | τα | οδόσημα |
γενική | του | οδοσήμου & οδόσημου |
των | οδοσήμων |
αιτιατική | το | οδόσημο | τα | οδόσημα |
κλητική | οδόσημο | οδόσημα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οδόσημο < λόγιο ενδογενές δάνειο: καθαρεύουσα ὁδόσημον (< οδό(ς) + -σημο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδόσημο ουδέτερο
- πινακίδα ή ανάλογο σήμα-σημάδι σε δρόμους που αναγράφει διάφορες πληροφορίες, όπως ονόματα, χιλιομετρικές αποστάσεις ή κατευθύνσεις
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδόσημο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- οδόσημο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας