οικοπεδοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοπεδοφάγος < οικόπεδ(ο) + -ο- + -φάγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοπεδοφάγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοπεδοφάγος