οινοπνευματομετρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οινοπνευματομετρητής < οινοπνεύματ(ος) + -ο- + -μετρητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινοπνευματομετρητής αρσενικό
- όργανο με το οποίο γίνεται οινοπνευματομέτρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οινοπνευματομετρητής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρητής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)