οινοπνευματοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οινοπνευματοποιός < οινοπνεύματ(ος) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινοπνευματοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) παραγωγός οινοπνεύματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οινοπνευματοποιός
|