οινόφλυξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | οινόφλυξ | οι | οινόφλυγες |
γενική | του/της | οινόφλυγος | των | οινοφλύγων |
αιτιατική | τον/την | οινόφλυγα | τους/τις | οινόφλυγες |
κλητική | οινόφλυξ | οινόφλυγες | ||
Δείτε την αρχαία κλίση στο οἰνόφλυξ. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οινόφλυξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰνόφλυξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινόφλυξ αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οινόφλυξ
→ δείτε τη λέξη μεθυσμένος |
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)