οκαδιάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]οκαδιάρικος
- που ζυγίζει μια οκά, που έχει το βάρος μιας οκάς
- που είναι δυνατόν να χωρέσει ποσότητα ενός υγρού ή στερεού που έχει το βάρος μιας οκάς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οκά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οκαδιάρικος
|