οκλαδόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκλαδόν < (ελληνιστική κοινή) ὀκλαδόν < ὀκλάζω, γονατίζω
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
οκλαδόν
- η στάση κάποιου που κάθεται κάτω με τα πόδια λυγισμένα προς τα μέσα, το ένα πάνω στο άλλο
- οι μαθητές κάθονται οκλαδόν σε κύκλο
Επιφώνημα[επεξεργασία]
οκλαδόν
- το παράγγελμα για να πάρει κάποιος αυτή τη στάση