οκτακισχίλιοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | οκτακισχίλιοι | ||
γενική | των | οκτακισχιλίων | ||
αιτιατική | τους | οκτακισχιλίους | ||
κλητική | οκτακισχίλιοι | |||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκτακισχίλιοι < αρχαία ελληνική ὀκτακισχίλιοι < ὀκτάκις χίλιοι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.kta.cisˈçi.li.i/
Αριθμητικό[επεξεργασία]
οκτακισχίλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οκτακισχιλιοστός
- → δείτε τις λέξεις οκτώ και χίλια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οκτακισχίλιοι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)