ολιγωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολιγωρία < αρχαία ελληνική ὀλιγωρία < ὀλίγος + ὤρα (φροντίδα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολιγωρία θηλυκό
- η κρίσιμη έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής από κάποιον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του
- ↪Έφαγαν γκολ από ολιγωρία.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολιγωρία