ολοένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοένα < ολονέν < μεσαιωνική ελληνική ὁλονέν(α) < φράση ὅλον ἕν(α)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολοένα
- από τότε που έφυγε ο αδερφός της, ολοένα κλείνεται μονάχη στο δωμάτιό της και κλαίει
- βαθμηδόν, προοδευτικά, όλο και περισσότερο
- ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο μέχρι που ξέσπασε η μπόρα