ολωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολωνυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική holonymy < αρχαία ελληνική ὅλος + ὄνομα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολωνυμία θηλυκό
- (γλωσσολογία) η σημασιολογική σχέση δύο λεξημάτων που το ένα είναι όλον και το άλλο μέρος (τμήμα) του
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολωνυμικός
- ολώνυμο
- → δείτε τις λέξεις όλος και όνομα