ολόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολόγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλικά hologramme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολόγραμμα ουδέτερο
- ολογραφική φωτογραφία, η οποία αποτυπώνει την τρίτη διάσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολόγραμμα