ολόμαλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈlo.ma.los/
Επίθετο[επεξεργασία]
ολόμαλλος, -η, -ο
- που είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένος από μαλλί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (μάλλινος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολόμαλλος
|