ονοματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ονοματάκι | τα | ονοματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ονοματάκι | τα | ονοματάκια |
κλητική | ονοματάκι | ονοματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ονοματάκι < όνομα + κατάληξη υποκοριστικού -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ονοματάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ονοματάκι
|