ονοματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀνοματίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ονοματίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀνοματίζω < αρχαία ελληνική ὄνομα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.no.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νο‐μα‐τί‐ζω

ονοματίζω, αόρ.: ονομάτισα, παθ.φωνή: ονοματίζομαι, π.αόρ.: ονοματίστηκα, μτχ.π.π.: ονοματισμένος

  1. (λαϊκότροπο) δίνω σε κάποιον ένα όνομα
    ονοματοθετώ
  2. αναφέρω ονομαστικά κάποιον
    ονομάζω, κατονομάζω, φωνάζω
  3. χαρακτηρίζω (συνήθως αρνητικά)
     συνώνυμα: αποκαλώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη όνομα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]