οξαλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξαλίδα | οι | οξαλίδες |
γενική | της | οξαλίδας | των | οξαλίδων |
αιτιατική | την | οξαλίδα | τις | οξαλίδες |
κλητική | οξαλίδα | οξαλίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξαλίδα < (ελληνιστική κοινή) ὀξαλίς < αρχαία ελληνική ὄξος < ὀξύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ḱrós
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ksaˈli.ða/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξαλίδα θηλυκό