οξύαυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οξύαυλος | οι | οξύαυλοι |
γενική | του | οξύαυλου & οξυαύλου |
των | οξύαυλων & οξυαύλων |
αιτιατική | τον | οξύαυλο | τους | οξύαυλους & οξυαύλους |
κλητική | οξύαυλε | οξύαυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξύαυλος < (καθαρεύουσα) ὀξύαυλος ὀξύς + αὐλός (οξύ- + αυλός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hautbois
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈksi.a.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξύ‐αυ‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξύαυλος αρσενικό
- (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το όμποε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αυλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξύαυλος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οξύ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)