οπισθόδομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οπισθόδομος | οι | οπισθόδομοι |
γενική | του | οπισθόδομου & οπισθοδόμου |
των | οπισθόδομων & οπισθοδόμων |
αιτιατική | τον | οπισθόδομο | τους | οπισθόδομους & οπισθοδόμους |
κλητική | οπισθόδομε | οπισθόδομοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθόδομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπισθόδομος[1] < ὀπισθό- (οπισθό-) + δόμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.piˈsθo.ðo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθό‐δο‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπισθόδομος αρσενικό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) το πίσω δωμάτιο / χώρος ενός αρχαιοελληνικού ναού (ή κάποιου άλλου κτίσματος)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθόδομος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οπισθόδομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οπισθό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)