οπού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὁπού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οπού < μεσαιωνική ελληνική ὁπού (ως αντωνυμία ή επίρρημα)[1] < αρχαία ελληνική ὅπου

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

οπού

Επίρρημα

[επεξεργασία]

οπού

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. όπου Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].