οπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οπτικός | η | οπτική | το | οπτικό |
γενική | του | οπτικού | της | οπτικής | του | οπτικού |
αιτιατική | τον | οπτικό | την | οπτική | το | οπτικό |
κλητική | οπτικέ | οπτική | οπτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οπτικοί | οι | οπτικές | τα | οπτικά |
γενική | των | οπτικών | των | οπτικών | των | οπτικών |
αιτιατική | τους | οπτικούς | τις | οπτικές | τα | οπτικά |
κλητική | οπτικοί | οπτικές | οπτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπτικός < αρχαία ελληνική ὀπτικός
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]οπτικός, -ή, -ό
- σχετικός με την όραση
- η παρουσίαση με εικόνες, σχεδιαγράμματα, κλπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπτικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πρόσωπο που ασχολείται με: