οπτιμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οπτιμισμός | οι | οπτιμισμοί |
γενική | του | οπτιμισμού | των | οπτιμισμών |
αιτιατική | τον | οπτιμισμό | τους | οπτιμισμούς |
κλητική | οπτιμισμέ | οπτιμισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπτιμισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική optimisme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπτιμισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η αισιοδοξία