οργανιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργανιστής αρσενικό
- άλλη μορφή του οργανίστας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανιστής
|