οργανογενετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organogenetic < αρχαία ελληνική ὄργανον + γένεσις < γίγνομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
οργανογενετικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με την οργανογένεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανογενετικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)